μηχανεύομαι — μηχανεύομαι, μηχανεύτηκα βλ. πίν. 18 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μηχανεύομαι — (ΑΜ μηχανεύομαι) [μηχανή] 1. επινοώ, σοφίζομαι 2. μεταχειρίζομαι πονηρά ή δόλια μέσα για να εξαπατήσω, μηχανορραφώ, βυσσοδομώ μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μηχανεμένος, η, ον πονηρός, πανούργος … Dictionary of Greek
μεμηχανευμέναι — μηχανεύομαι perf part mp fem nom/voc pl μεμηχανευμένᾱͅ , μηχανεύομαι perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμηχανευμένον — μηχανεύομαι perf part mp masc acc sg μηχανεύομαι perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμηχανευμένων — μηχανεύομαι perf part mp fem gen pl μηχανεύομαι perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμηχανευμέναις — μηχανεύομαι perf part mp fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανευομένη — μηχανεύομαι pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανευσαμένης — μηχανεύομαι aor part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανευσάμενος — μηχανεύομαι aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανευόμενος — μηχανεύομαι pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)