μηχανεύομαι

μηχανεύομαι
μηχανεύτηκα, μηχανευμένος, επινοώ κάτι, ετοιμάζω κάτι με ύπουλο ή πονηρό τρόπο, δολοπλοκώ: Μηχανεύεται συνεχώς τρόπους για να αντιγράφει στις εξετάσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μηχανεύομαι — μηχανεύομαι, μηχανεύτηκα βλ. πίν. 18 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μηχανεύομαι — (ΑΜ μηχανεύομαι) [μηχανή] 1. επινοώ, σοφίζομαι 2. μεταχειρίζομαι πονηρά ή δόλια μέσα για να εξαπατήσω, μηχανορραφώ, βυσσοδομώ μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μηχανεμένος, η, ον πονηρός, πανούργος …   Dictionary of Greek

  • μεμηχανευμέναι — μηχανεύομαι perf part mp fem nom/voc pl μεμηχανευμένᾱͅ , μηχανεύομαι perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμηχανευμένον — μηχανεύομαι perf part mp masc acc sg μηχανεύομαι perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμηχανευμένων — μηχανεύομαι perf part mp fem gen pl μηχανεύομαι perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμηχανευμέναις — μηχανεύομαι perf part mp fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηχανευομένη — μηχανεύομαι pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηχανευσαμένης — μηχανεύομαι aor part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηχανευσάμενος — μηχανεύομαι aor part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηχανευόμενος — μηχανεύομαι pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”